Anonymous

κατεγγύη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεγγύη''': ἡ, ἡ [[ἐγγύησις]] ἡ [[ἀσφάλεια]], ἐμπεσόντος εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]] πρὸς κατεγγύην ([[διότι]] δὲν ἠδύνατο τὴν ἀπαιτουμένην ἐγγύησιν ὐπὲρ τῆς δίκης νὰ δώσῃ) Δημ. 788. 18.
|lstext='''κατεγγύη''': ἡ, ἡ [[ἐγγύησις]] ἡ [[ἀσφάλεια]], ἐμπεσόντος εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]] πρὸς κατεγγύην ([[διότι]] δὲν ἠδύνατο τὴν ἀπαιτουμένην ἐγγύησιν ὐπὲρ τῆς δίκης νὰ δώσῃ) Δημ. 788. 18.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />cautionnement, caution.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐγγύη]].
}}
}}