κενωτικός: Difference between revisions

20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à vider, qui vide.<br />'''Étymologie:''' [[κενόω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à vider, qui vide.<br />'''Étymologie:''' [[κενόω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κενωτικός]], -ή, -όν) [[κενώ]]<br />αυτός που προκαλεί κενώσεις, ο [[καθαρτικός]] («κενωτικά φάρμακα)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι κενωτικοί</i><br />λουθηρανική [[αίρεση]] του 16ου αιώνα που δίδασκε ότι ο Ιησούς [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ενανθρωπήσεώς του απέβαλε [[τελείως]] τις θεϊκές του ιδιότητες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί [[κένωση]] («κύστεως [[κενωτικός]]», <b>Αιλιαν.</b>).
}}
}}