Anonymous

κενωτικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κενωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ κενοῦν, Αἰλ. π. Ζ. 14. 4· ― καθαρτικὸν [[φάρμακον]], Γαλην.
|lstext='''κενωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ κενοῦν, Αἰλ. π. Ζ. 14. 4· ― καθαρτικὸν [[φάρμακον]], Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à vider, qui vide.<br />'''Étymologie:''' [[κενόω]].
}}
}}