κυλλάστις: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιος (ὁ) :<br />pain égyptien fait avec de l’épeautre.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>égyptien</i> klšt. | |btext=ιος (ὁ) :<br />pain égyptien fait avec de l’épeautre.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>égyptien</i> klšt. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=κυλλᾱστις και [[κύλλαστις]] και ιων. τ. κυλλῆστις, -ιος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] αιγυπτιακού ψωμιού που παρασκευαζόταν από το [[είδος]] κριθής όλυρα («ἀρτοφαγέουσι δέ ἐκ τῶν ὐλυρέων ποιεῡντες ἄρτους, τοὺς ἐκεῑνοι κυλλῆστις ὀνομάζουσι», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αιγυπτ. <i>klšt</i> ή <i>kršt</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
κυλλάστις: Ἰων. -ῆστις, ιος, ὁ, Αἰγυπτιακὸς ἄρτος παρασκευαζόμενος ἐξ ὀλύρας, Ἡρόδ. 2. 77, Ἑκαταῖ. παρ’ Ἀθην. 418Ε, Φανόδ. αὐτόθι 114C, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 253.
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ) :
pain égyptien fait avec de l’épeautre.
Étymologie: DELG égyptien klšt.
Greek Monolingual
κυλλᾱστις και κύλλαστις και ιων. τ. κυλλῆστις, -ιος, ὁ (Α)
είδος αιγυπτιακού ψωμιού που παρασκευαζόταν από το είδος κριθής όλυρα («ἀρτοφαγέουσι δέ ἐκ τῶν ὐλυρέων ποιεῡντες ἄρτους, τοὺς ἐκεῑνοι κυλλῆστις ὀνομάζουσι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτ. klšt ή kršt].