3,274,917
edits
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=υθος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> ἡ [[κώμυς]] botte de fourrage;<br /><b>2</b> ὁ [[κώμυς]] lieu planté de roseaux.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée. | |btext=υθος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> ἡ [[κώμυς]] botte de fourrage;<br /><b>2</b> ὁ [[κώμυς]] lieu planté de roseaux.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κώμυς]], -υθος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[δεμάτι]], [[δέσμη]] («καὶ μαλακῷ χόρτοιο καλὰν κώμυθα [[δίδωμι]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κλάδος]] δάφνης<br /><b>3.</b> (και ως αρσ. στον πληθ.) <i>οἱ κώμυθες</i><br />τόποι όπου φύονται καλάμια, καλαμιώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>q</i><i>ō</i><i>m</i>- της ΙΕ ρίζας <i>gem</i>- «[[συμπιέζω]], [[εμποδίζω]]» και συνδέεται πιθ. με τα [[κῶμος]], [[κώμη]], [[κημός]]. | |||
}} | }} |