Anonymous

κώμυς: Difference between revisions

From LSJ
810 bytes added ,  29 September 2017
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=υθος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> ἡ [[κώμυς]] botte de fourrage;<br /><b>2</b> ὁ [[κώμυς]] lieu planté de roseaux.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
|btext=υθος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> ἡ [[κώμυς]] botte de fourrage;<br /><b>2</b> ὁ [[κώμυς]] lieu planté de roseaux.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
{{grml
|mltxt=[[κώμυς]], -υθος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[δεμάτι]], [[δέσμη]] («καὶ μαλακῷ χόρτοιο καλὰν κώμυθα [[δίδωμι]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κλάδος]] δάφνης<br /><b>3.</b> (και ως αρσ. στον πληθ.) <i>οἱ κώμυθες</i><br />τόποι όπου φύονται καλάμια, καλαμιώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>q</i><i>ō</i><i>m</i>- της ΙΕ ρίζας <i>gem</i>- «[[συμπιέζω]], [[εμποδίζω]]» και συνδέεται πιθ. με τα [[κῶμος]], [[κώμη]], [[κημός]].
}}
}}