λεπτολόγος: Difference between revisions

23
(Bailly1_3)
(23)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui disserte subtilement, épilogueur, chicaneur.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[λέγω]]³.
|btext=ος, ον :<br />qui disserte subtilement, épilogueur, chicaneur.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[λέγω]]³.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[λεπτολόγος]], -ον)<br />αυτός που λεπτολογεί, που μιλάει με [[λεπτομέρεια]] ή εξετάζει [[κάτι]] εξονυχιστικά, με [[μεγάλη]] [[προσοχή]] στις λεπτομέρειες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μελετά ή ελέγχει [[κάτι]] με σοφιστικό τρόπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λεπτολόγως]] (Α)<br />με [[λεπτολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]])].
}}
}}