Anonymous

λεπτολόγος: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[λεπτολόγος]], -ον)<br />αυτός που λεπτολογεί, που μιλάει με [[λεπτομέρεια]] ή εξετάζει [[κάτι]] εξονυχιστικά, με [[μεγάλη]] [[προσοχή]] στις λεπτομέρειες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μελετά ή ελέγχει [[κάτι]] με σοφιστικό τρόπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λεπτολόγως]] (Α)<br />με [[λεπτολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]])].
|mltxt=-ο (Α [[λεπτολόγος]], -ον)<br />αυτός που λεπτολογεί, που μιλάει με [[λεπτομέρεια]] ή εξετάζει [[κάτι]] εξονυχιστικά, με [[μεγάλη]] [[προσοχή]] στις λεπτομέρειες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μελετά ή ελέγχει [[κάτι]] με σοφιστικό τρόπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λεπτολόγως]] (Α)<br />με [[λεπτολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεπτολόγος:''' -ον ([[λέγω]] Γ), αυτός που εξετάζει τα πράγματα [[λεπτομερώς]], εξονυχιστικά, [[μικρολόγος]], [[σχολαστικός]], σε Αριστοφ.
}}
}}