πάγχαλκος: Difference between revisions

30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout en airain.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[χαλκός]].
|btext=ος, ον :<br />tout en airain.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[χαλκός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[πάγχαλκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, [[ολόχαλκος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πάγχαλκα [[τέλη]]» — [[χαρακτηρισμός]] όπλων που επρόκειτο να αφιερωθούν στον Δία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]].
}}
}}