Anonymous

πάγχαλκος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάγχαλκος''': -ον, = τῷ [[παγχάλκεος]], [[κυνέη]] Ὀδ. Σ. 878· ἀσπὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 591· γένυες Σοφ. Ἠλ. 196· π. τέλη, δηλ. ὅπλα μέλλοντα νὰ ἀφιερωθῶσιν εἰς τὸν Δία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 143· [[αἰχμή]], ὅπλα Εὐρ. Ἡράκλ. 277, Ὀρ. 444.
|lstext='''πάγχαλκος''': -ον, = τῷ [[παγχάλκεος]], [[κυνέη]] Ὀδ. Σ. 878· ἀσπὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 591· γένυες Σοφ. Ἠλ. 196· π. τέλη, δηλ. ὅπλα μέλλοντα νὰ ἀφιερωθῶσιν εἰς τὸν Δία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 143· [[αἰχμή]], ὅπλα Εὐρ. Ἡράκλ. 277, Ὀρ. 444.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout en airain.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[χαλκός]].
}}
}}