περιπολέω: Difference between revisions

5
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tourner tout autour ; faire le tour de, parcourir, acc. <i>ou</i> [[κατά]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[περίπολος]].
|btext=-ῶ :<br />tourner tout autour ; faire le tour de, parcourir, acc. <i>ou</i> [[κατά]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[περίπολος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιπολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πηγαίνω]] εδώ και [[εκεί]], [[περιπλανώμαι]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. τόπου, [[διέρχομαι]], σε Πλάτ.· [[περιπολέω]] στρατόν, περιφέρομαι στο στρατό, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αθήνα, <i>περιπολεῖν τὴν χώραν</i>, [[περιπολώ]] τη [[χώρα]] (βλ. [[περίπολος]]), σε Ξεν.
}}
}}