Anonymous

περιπολέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιπολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πηγαίνω]] εδώ και [[εκεί]], [[περιπλανώμαι]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. τόπου, [[διέρχομαι]], σε Πλάτ.· [[περιπολέω]] στρατόν, περιφέρομαι στο στρατό, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αθήνα, <i>περιπολεῖν τὴν χώραν</i>, [[περιπολώ]] τη [[χώρα]] (βλ. [[περίπολος]]), σε Ξεν.
|lsmtext='''περιπολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πηγαίνω]] εδώ και [[εκεί]], [[περιπλανώμαι]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. τόπου, [[διέρχομαι]], σε Πλάτ.· [[περιπολέω]] στρατόν, περιφέρομαι στο στρατό, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αθήνα, <i>περιπολεῖν τὴν χώραν</i>, [[περιπολώ]] τη [[χώρα]] (βλ. [[περίπολος]]), σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''περιπολέω:''' <b class="num">1)</b> бродить вокруг, скитаться, странствовать, блуждать: εἰς ἐκεῖνον περιπολοῦντ᾽ ἐλεύσσομεν Soph. мы взглянули на него, бродившего вокруг; π. καθ᾽ Ἑλλάδα Eur. странствовать по Элладе; π. τόνδε τὸν τόπον Plat. бродить по этому краю; π. τὸν οὐρανόν Plat. носиться по небу;<br /><b class="num">2)</b> (о страже) обходить, объезжать, патрулировать (τὴν χώραν Xen., Arst.).
}}
}}