πολυπαθής: Difference between revisions

33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />sujet à beaucoup d’affections <i>ou</i> de maux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πάθος]].
|btext=ής, ές :<br />sujet à beaucoup d’affections <i>ou</i> de maux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πάθος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />ο [[πολύπαθος]], αυτός που έχει [[πολλά]] βάσανα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[επιρρεπής]] σε [[πολλά]] [[πάθη]] («χοιρώδη βίον καὶ πολυπαθῆ», Μεθόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται πολλές εντυπώσεις τών αισθήσεων<br /><b>2.</b> (για νόσο) αυτός που παρουσιάζει επιπλοκές<br /><b>3.</b> (για τύραννο) [[εκείνος]] που αντιμετωπίζει πολλές ταραχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ομοιο</i>-<i>παθής</i>].
}}
}}