πλημμελής: Difference between revisions

33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>propr.</i> qui est <i>ou</i> fait une fausse note ; contraire à la règle, défectueux, mauvais ; πλημμελὴς [[βίος]] PLUT vie désordonnée.<br />'''Étymologie:''' [[πλήν]], [[μέλος]].
|btext=ής, ές :<br /><i>propr.</i> qui est <i>ou</i> fait une fausse note ; contraire à la règle, défectueux, mauvais ; πλημμελὴς [[βίος]] PLUT vie désordonnée.<br />'''Étymologie:''' [[πλήν]], [[μέλος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελλιπής]] (α. «[[πλημμελής]] [[εργασία]]» β. «[[πλημμελής]] [[εκτέλεση]] καθήκοντος»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράφωνος]]<br /><b>2.</b> λαθεμένος, [[ελαττωματικός]]<br /><b>3.</b> [[δυσάρεστος]], [[προσβλητικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πλημμελώς]] / <i>πλημμελῶς</i>, ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πλημμελή, ελαττωματικά ή λαθεμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. λ. <span style="color: red;"><</span> [[πλήν]] <span style="color: red;">+</span> [[μέλος]] «[[άσμα]], ωδή» (<b>πρβλ.</b> <i>εμ</i>-[[μελής]]), η οποία δήλωνε αρχικά τον παράφωνο και στη [[συνέχεια]] διευρύνθηκε σημασιολογικά παίρνοντας τη σημ. «αυτός που διαπράττει [[σφάλμα]], [[λανθασμένος]], [[ελαττωματικός]]»].
}}
}}