Anonymous

προξενέω: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> προξενήσω, <i>ao.</i> προὐξένησα, <i>pf.</i> προὐξένηκα;<br /><b>I.</b> être l’hôte d’un État, d’une cité, être l’hôte public de, gén.;<br /><b>II.</b> recevoir un hôte public, offrir l’hospitalité de l’État à, recevoir au nom de l’État, gén.;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> être patron <i>ou</i> protecteur de qqn;<br /><b>2</b> servir d’intermédiaire, de médiateur, de guide : τινι à qqn ; procurer : [[τί]] τινι qch à qqn ; τινι avec l’inf. procurer à qqn le moyen de ; <i>en mauv. part</i> κίνδυνόν τινι XÉN machiner un complot contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρόξενος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> προξενήσω, <i>ao.</i> προὐξένησα, <i>pf.</i> προὐξένηκα;<br /><b>I.</b> être l’hôte d’un État, d’une cité, être l’hôte public de, gén.;<br /><b>II.</b> recevoir un hôte public, offrir l’hospitalité de l’État à, recevoir au nom de l’État, gén.;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> être patron <i>ou</i> protecteur de qqn;<br /><b>2</b> servir d’intermédiaire, de médiateur, de guide : τινι à qqn ; procurer : [[τί]] τινι qch à qqn ; τινι avec l’inf. procurer à qqn le moyen de ; <i>en mauv. part</i> κίνδυνόν τινι XÉN machiner un complot contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρόξενος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προξενέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρατ. <i>προὐξένουν</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>προὐξένηκα</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[πρόξενος]] κάποιου, διὰ τὸ προξενεῖν [[ὑμῶν]], [[επειδή]] είναι [[δικός]] [[σου]] [[πρόξενος]], σε Ξεν.· [[προξενέω]] [[τῶν]] πρέσβεων, [[ενεργώ]] ως [[πρόξενος]], λέγεται για τους απεσταλμένους ή τους αντιπροσώπους φιλικής πόλης, σε Δημ.· γενικά, είμαι [[προστάτης]] κάποιου, [[ευεργέτης]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για καθήκοντα πρόξενου, ([[πρόξενος]], σημ. II)·<br /><b class="num">1.</b> [[πράττω]] ή [[εκτελώ]] [[κάτι]] εκ μέρους άλλου, στον ίδ.· [[προξενέω]] [[θράσος]], [[προσδίδω]] [[τόλμη]], [[θάρρος]], σε Σοφ.· [[προξενέω]] τιμήν τινι, [[παρέχω]] [[τιμή]] σε αυτόν, σε Πλούτ.· επίσης, με αρνητική [[σημασία]], [[προξενέω]] κίνδυνόν τινι, [[επιφέρω]] κίνδυνο πάνω σε κάποιον, σε Ξεν.· επίσης, με δοτ. και απαρ., [[προξενέω]] τινὶ ὁρᾶν, είμαι το [[μέσο]] της όρασής του, σε Σοφ.· [[προξενέω]] τινὶ καταλῦσαι βίον, κάνω τη [[χάρη]] σε κάποιον να πεθάνει, σε Ξεν.· επίσης, [[προξενέω]] τινί, είμαι [[οδηγός]] κάποιου, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[προτείνω]] ή [[συνιστώ]] σε κάποιον, σε Πλάτ., Δημ.
}}
}}