συμπεριπατέω: Difference between revisions

6
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />se promener autour de <i>ou</i> circuler avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιπατέω]].
|btext=-ῶ :<br />se promener autour de <i>ou</i> circuler avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιπατέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπεριπᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[περπατώ]] εδώ κι [[εκεί]], περιφέρομαι μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Πλάτ.· απόλ., <i>οἱ συμπεριπατοῦντες</i>, σύντροφοι στο [[περπάτημα]], στην [[πορεία]] εδώ κι [[εκεί]], συνταξιδιώτες, σε Αριστ.
}}
}}