συμπεριπατέω

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριπᾰτέω Medium diacritics: συμπεριπατέω Low diacritics: συμπεριπατέω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΠΑΤΕΩ
Transliteration A: symperipatéō Transliteration B: symperipateō Transliteration C: symperipateo Beta Code: sumperipate/w

English (LSJ)

walk round or about with, τινι Pl.Prt. 314e, Men.117: abs., τοὺς συμπεριπατοῦντας their companions in walking round, Arist. Rh.1409b24, cf. J.Vit.63, Them.Or.22.269b.

German (Pape)

[Seite 986] mit, zugleich, zusammen umhergehen, τινί; Plat. Prot. 314 e; Men. bei D. L. 6, 93; Luc. bis acc. 32.

French (Bailly abrégé)

συμπεριπατῶ :
se promener autour de ou circuler avec, τινι.
Étymologie: σύν, περιπατέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-περιπατέω samen (met...) rondwandelen; met dat. met iem.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριπᾰτέω: вместе прогуливаться, прохаживаться (τινι Plat., Men., Luc.): οἱ συμπεριπατοῦντες Arst. вместе гуляющие.

Greek Monotonic

συμπεριπᾰτέω: μέλ. -ήσω, περπατώ εδώ κι εκεί, περιφέρομαι μαζί με κάποιον, τινί, σε Πλάτ.· απόλ., οἱ συμπεριπατοῦντες, σύντροφοι στο περπάτημα, στην πορεία εδώ κι εκεί, συνταξιδιώτες, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριπᾰτέω: περιπατῶ ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλάτ. Πρωτ. 314Ε, Μένανδρ. ἐν «Διδύμοις» 1· ἀπολ., τοὺς συμπεριπατοῦντας, τοὺς μετ’ αὐτῶν περιπατοῦντας, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 9, 6.

Middle Liddell

fut. ήσω
to walk round or about with, τινί Plat.: absol., οἱ συμπεριπατοῦντες their companions in walking round, Arist.