συνέμπορος: Difference between revisions

39
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />compagnon de voyage, compagnon.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἔμπορος]].
|btext=ος, ον :<br />compagnon de voyage, compagnon.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἔμπορος]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[καθετί]] που συνοδεύει [[κάτι]] [[άλλο]] και [[είναι]] συνδεδεμένο με αυτό («[[λύπη]] δ' [[ἄμισθος]] ἐστί σοι ξυνέμπορος», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) αυτός που μετέχει σε [[κάτι]] («θεὸν... τὸν ξυνέμπορον τῆσδε τῆς χορείας», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔμπορος]] «[[οδοιπόρος]], [[ταξιδιώτης]]»].
}}
}}