μάργος: Difference between revisions

1,007 bytes added ,  29 September 2017
24
(SL_2)
(24)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μάργος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[intemperate]] ἀλλ' αἶνον ἐπέβα [[κόρος]], οὐ δίκᾳ συναντόμενος, ἀλλὰ μάργων ὑπ [[ἀνδρῶν]] (O. 2.96)
|sltr=[[μάργος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[intemperate]] ἀλλ' αἶνον ἐπέβα [[κόρος]], οὐ δίκᾳ συναντόμενος, ἀλλὰ μάργων ὑπ [[ἀνδρῶν]] (O. 2.96)
}}
{{grml
|mltxt=[[μάργος]], -ον, θηλ. και [[μάργη]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μανιακός]], [[παράφρονας]], [[τρελός]] («θυμὸς [[μάργος]]», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[άλογο]]) [[ορμητικός]] («μάργων ἐπιβήτορες ἵππων», <b>Ομ.</b> Επίγρ.)<br /><b>3.</b> (για [[κρασί]]) [[δυνατός]] («[[οἶνος]] δὲ oἱ ἔπλετο [[μάργος]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αισχρός]], [[ασελγής]], [[χυδαίος]] («ἐξῶλές ἐστι μάργον... [[γένος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για όρεξη) [[άπληστος]], [[αδηφάγος]], [[αχόρταγος]] («[[μετὰ]] δ' ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της αρχ. προφορικής γλώσσας, άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}