Anonymous

μάργος: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μάργος]], -ον, θηλ. και [[μάργη]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μανιακός]], [[παράφρονας]], [[τρελός]] («θυμὸς [[μάργος]]», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[άλογο]]) [[ορμητικός]] («μάργων ἐπιβήτορες ἵππων», <b>Ομ.</b> Επίγρ.)<br /><b>3.</b> (για [[κρασί]]) [[δυνατός]] («[[οἶνος]] δὲ oἱ ἔπλετο [[μάργος]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αισχρός]], [[ασελγής]], [[χυδαίος]] («ἐξῶλές ἐστι μάργον... [[γένος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για όρεξη) [[άπληστος]], [[αδηφάγος]], [[αχόρταγος]] («[[μετὰ]] δ' ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της αρχ. προφορικής γλώσσας, άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=[[μάργος]], -ον, θηλ. και [[μάργη]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μανιακός]], [[παράφρονας]], [[τρελός]] («θυμὸς [[μάργος]]», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[άλογο]]) [[ορμητικός]] («μάργων ἐπιβήτορες ἵππων», <b>Ομ.</b> Επίγρ.)<br /><b>3.</b> (για [[κρασί]]) [[δυνατός]] («[[οἶνος]] δὲ oἱ ἔπλετο [[μάργος]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αισχρός]], [[ασελγής]], [[χυδαίος]] («ἐξῶλές ἐστι μάργον... [[γένος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για όρεξη) [[άπληστος]], [[αδηφάγος]], [[αχόρταγος]] («[[μετὰ]] δ' ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της αρχ. προφορικής γλώσσας, άγνωστης ετυμολ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μάργος:''' -η, -ον, και -ος, -ον,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[έξαρση]] παραφροσύνης, Λατ. [[furiosus]], <i>μάργε</i>, τρελέ! σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]] σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για όρεξη, [[λαίμαργος]], [[ακόρεστος]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[λάγνος]], [[ασελγής]], σε Θέογν., Ευρ.
}}
}}