Anonymous

αἰένυπνος: Difference between revisions

From LSJ
2
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que trae un sueño eterno]] epít. de la Muerte o Hades σέ τοι κικλήσκω τὸν αἰένυπνον S.<i>OC</i> 1578.
|dgtxt=-ον<br />[[que trae un sueño eterno]] epít. de la Muerte o Hades σέ τοι κικλήσκω τὸν αἰένυπνον S.<i>OC</i> 1578.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰένυπνος:''' -ον, αυτός που κοιμίζει κάποιον στον αιώνιο ύπνο, επίθ. για τον θάνατο, σε Σοφ.
}}
}}