διαιρετέος: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
(big3_11) |
(9) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe ser dividido]] ὁ χρόνος Them.<i>in Ph</i>.141.25, cf. <i>Gloss</i>.2.278. | |dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe ser dividido]] ὁ χρόνος Them.<i>in Ph</i>.141.25, cf. <i>Gloss</i>.2.278. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[διαιρετέος]])<br /><b>1.</b> αυτός που οφείλει να διαιρεθεί, να κατατμηθεί<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>μαθ.</b> [[ποσότητα]] ή [[αριθμός]] που πρόκειται να διαιρεθεί<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[πρέπει]] να του ανοίξουν τη [[φλέβα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’il faut ou qu’on peut diviser.
Étymologie: adj. verb. de διαιρέω.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ser dividido ὁ χρόνος Them.in Ph.141.25, cf. Gloss.2.278.
Greek Monolingual
ο (AM διαιρετέος)
1. αυτός που οφείλει να διαιρεθεί, να κατατμηθεί
2. το αρσ. ως ουσ. μαθ. ποσότητα ή αριθμός που πρόκειται να διαιρεθεί
αρχ.
αυτός που πρέπει να του ανοίξουν τη φλέβα.