Διομήδειος: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(big3_12)
(4)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ος, -ον Clearch.68, Str.2.5.20, 5.1.9, Hsch.]<br />[[de Diomedes]], [[diomedeo]]<br /><b class="num">1</b> Δ. [[ἀνάγκη]] prov. obligación forzosa, fatal Ar.<i>Ec</i>.1029, Pl.<i>R</i>.493d, Clearch.l.c., Hsch., Sud., Δ. ἔπος Sud., <i>Diomedias praeteribo aues</i> en las que se convirtieron los compañeros de Diomedes, Plin.<i>HN</i> 10.126.<br /><b class="num">2</b> geog., plu. ref. a las islas del Adriático hoy llamadas Tremiti αἱ Διομήδειοι νῆσοι Str.ll.cc., αἱ Διομήδειαι νῆσοι Artem.Eph.<i>Geog</i>.45, δύο νῆσοι Διομήδειαι Str.6.3.9, Διομήδειαι νῆσοι εʹ Ptol.<i>Geog</i>.3.1.69, (tb. como subst. sg. [[Διομήδεια]] q.u.).
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ος, -ον Clearch.68, Str.2.5.20, 5.1.9, Hsch.]<br />[[de Diomedes]], [[diomedeo]]<br /><b class="num">1</b> Δ. [[ἀνάγκη]] prov. obligación forzosa, fatal Ar.<i>Ec</i>.1029, Pl.<i>R</i>.493d, Clearch.l.c., Hsch., Sud., Δ. ἔπος Sud., <i>Diomedias praeteribo aues</i> en las que se convirtieron los compañeros de Diomedes, Plin.<i>HN</i> 10.126.<br /><b class="num">2</b> geog., plu. ref. a las islas del Adriático hoy llamadas Tremiti αἱ Διομήδειοι νῆσοι Str.ll.cc., αἱ Διομήδειαι νῆσοι Artem.Eph.<i>Geog</i>.45, δύο νῆσοι Διομήδειαι Str.6.3.9, Διομήδειαι νῆσοι εʹ Ptol.<i>Geog</i>.3.1.69, (tb. como subst. sg. [[Διομήδεια]] q.u.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''Διομήδειος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με το Διομήδη· ἡ [[Διομήδεια]] λεγομένη [[ἀνάγκη]], δηλ. απόλυτη, μοιραία, αναπόφευκτη [[ανάγκη]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Διομήδειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ὅμοιος τῷ Διομήδει, ἡ Διομήδεια λεγομένη ἀνάγκη, δηλ. ἀπόλυτος, ἄφυκτος ἀνάγκη, Πλάτ. Πολ. 493D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1029 (περὶ τοῦ τύπου πρβλ. Ἀδράστεια, Πολυδεύκεια, κτλ.), -παρομία ποικίλως ἑρμηνευομένη, ἴδε Σουΐδ. καὶ Παροιμιογρ. (ἔνθα Διομήδειος ἀνάγκη) καὶ Κόντ. ἐν Σωκράτ. Α. σ. 305.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Morfología: [-ος, -ον Clearch.68, Str.2.5.20, 5.1.9, Hsch.]
de Diomedes, diomedeo
1 Δ. ἀνάγκη prov. obligación forzosa, fatal Ar.Ec.1029, Pl.R.493d, Clearch.l.c., Hsch., Sud., Δ. ἔπος Sud., Diomedias praeteribo aues en las que se convirtieron los compañeros de Diomedes, Plin.HN 10.126.
2 geog., plu. ref. a las islas del Adriático hoy llamadas Tremiti αἱ Διομήδειοι νῆσοι Str.ll.cc., αἱ Διομήδειαι νῆσοι Artem.Eph.Geog.45, δύο νῆσοι Διομήδειαι Str.6.3.9, Διομήδειαι νῆσοι εʹ Ptol.Geog.3.1.69, (tb. como subst. sg. Διομήδεια q.u.).

Greek Monotonic

Διομήδειος: -α, -ον, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με το Διομήδη· ἡ Διομήδεια λεγομένη ἀνάγκη, δηλ. απόλυτη, μοιραία, αναπόφευκτη ανάγκη, σε Πλάτ.