ανάγκη

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνάγκη)
1. αυτό που επιβάλλεται από τη φύση τών πραγμάτων, πίεση, εξαναγκασμός
2. χρεία προσώπου ή πράγματος
3. δύσκολη περίσταση, στενοχώρια
4. φυσική παρόρμηση, επιθυμία
5. έμφυτη τάση, φυσικές ορμές
6. (απρόσωπη φράση) «είναι ανάγκη» (αρχ. «ἀνάγκη ἐστί») πρέπει να...
7. (επιρρηματική φράση) «εξ ανάγκης», «κατ' ανάγκη(ν)», αναγκαστικά
νεοελλ.
1. οικονομική στενοχώρια, έλλειψη χρημάτων
2. η διάθεση για αποπάτηση, η αποπάτηση
3. φρ. «άνθρωπος της ανάγκης», φτωχός
«δημόσια ανάγκη», κοινό συμφέρον «είδη πρώτης ανάγκης», στοιχειώδη, απαραίτητα για την καθημερινή ζωή
«έχω ανάγκη», χρειάζομαι
«έχω την ανάγκη κάποιου», εξαρτώμαι από αυτόν, μού χρειάζεται η βοήθεια ή η προστασία του
«ήταν ανάγκη
α) λέγεται από αυτόν, προς τον οποίο προσφέρεται κάτι ή ως φιλοφρόνημα προς αυτόν που επιστρέφει κάτι δανεικό
β) για να δηλώσει δυσθυμία για κάποια κατάσταση
«κάνω την ανάγκη φιλοτιμία», υποκρίνομαι ότι κάνω κάτι με τη θέλησή μου, ενώ στην πραγματικότητα εξαναγκάζομαι
«κακή ανάγκη να τον πιάσει» (αρρώστια)
(μσν. «τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν, ὅ φασι, ποιησάμενος», Άννα Κομν. 1, 308, 15)
«εν ανάγκη», αν παραστεί ανάγκη
μσν.
στον πληθ. αἱ ἀνάγκαι
δεινά, συμφορές
αρχ.
1. (ειδ. για βασανιστήρια), βιαιότητα, βία, τιμωρία, μέσα εξαναγκασμού
2. (για περιστάσεις) ένταση
3. σωματικός πόνος, άλγος, κακοπάθεια
4. δεσμός αίματος, συγγένεια
5. στον πληθ. αἱ ἀνάγκαι
οι νόμοι της φύσης
6. (στους ποιητές προσωπ.) ἡ Ἀνάγκη
7. φρ. «ἀνάγκῃ δαιμόνων», «αἱ ἐκ θεῶν ἀνάγκαι», μοίρα, πεπρωμένο
(ως επίρρ.) «ἀνάγκῃ», «ὑπ' ἀνάγκης», «ὑπ' ἀναγκαίης», «δι' ἀνάγκης», «σὺν ἀνάγκᾳ», «πρὸς ἀνάγκαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με κελτικές λέξεις πού σημαίνουν «ανάγκη, μοίρα», όπως αρχ. ιρλ. ēcen, γαλατ. angen. Κατά μία άποψη, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ 2en-k-, που βρίσκουμε στο χεττ. henk-an «μοιραίος θάνατος», και 2n-ek-, που μαρτυρείται στην αρχ. ινο. ρίζα nas-, λατ. nex, noxa κ.α. Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με το ἐνεγκεῖν. Υποστηρίχθηκε ακόμη ότι ο τ. ἀνάγκη προέρχεται από τα ἀν- στερ. + ἀγκών. Κατ' άλλη τέλος άποψη, πρόκειται για μεταρρηματικό τ. του ρ. ἀναγκάζω, με κύρια σημασία «παίρνω στα χέρια». Μειονέκτημα όλων αυτών τών ερμηνειών» είναι ότι δεν λαμβάνουν υπ' όψιν την κύρια σημασία της λ. και τών παραγώγων της, δηλ. «εξαναγκασμός, στενοχώρια» και «συγγένεια». Παρ' όλ' αυτά, περισσότερο πιθανή φαίνεται η τελευταία άποψη, κατά την οποία η λ. ἀνάγκη (< ἀν(α)- + ἀγκών, ίσως και ἀγκή «αγκάλη», στον Ησύχιο) εκφράζει την έννοια «παίρνω στα χέρια», απ όπου «εναγκαλισμός, περίσφιξη, στενοχώρια».
ΠΑΡ. αναγκάζω, αναγκαίος
νεοελλ.
αναγκερός, αναγκεύω.
ΣΥΝΘ. αναγκόσιτος, επάναγκες, κατανάγκη
αρχ.
ἀναγκόδακρυς, ἀναγκοφορῶ, ἐπάναγκος, πειθανάγκη.