δρῖλος: Difference between revisions

9
(big3_12)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />sent. dud., quizá [[con el pene erecto]] como sinón. de [[licencioso]], [[vicioso]] en un juego de palabras ἤθελε «δριμὺς» [[ἄγαν]] τὸ πρόσθ' Ἱερώνυμος εἶναι· νῦν δὲ τὸ «δρὶ» ἔχει, «λὸς» δὲ τὸ «μὺς» γέγονεν <i>AP</i> 11.197 (Lucill.), cf. <i>uerpus</i>· δ. <i>Gloss</i>.2.206.
|dgtxt=-ον<br />sent. dud., quizá [[con el pene erecto]] como sinón. de [[licencioso]], [[vicioso]] en un juego de palabras ἤθελε «δριμὺς» [[ἄγαν]] τὸ πρόσθ' Ἱερώνυμος εἶναι· νῦν δὲ τὸ «δρὶ» ἔχει, «λὸς» δὲ τὸ «μὺς» γέγονεν <i>AP</i> 11.197 (Lucill.), cf. <i>uerpus</i>· δ. <i>Gloss</i>.2.206.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[δρίλος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρό κολεόπτερο [[έντομο]] με επίμηκες [[σώμα]] και κεραίες σαν φτερά<br />το [[αρσενικό]] έχει φτερά, ενώ το θηλυκό δεν έχει και [[είναι]] πολύ μεγαλύτερο ([[οικογένεια]] δριλίδες)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φιλήδονος]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] σκουληκιού.
}}
}}