Anonymous

δρῖλος: Difference between revisions

From LSJ
big3_12
(6_14)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δρῖλος''': ὁ, [[λιπόδερμος]], [[ψωλός]], Λατ. verpus, Ἀνθ. Π. 11. 197. 2) [[ἕλμινς]], [[σκώληξ]] τῆς γῆς, Ἐπιγράμμ.
|lstext='''δρῖλος''': ὁ, [[λιπόδερμος]], [[ψωλός]], Λατ. verpus, Ἀνθ. Π. 11. 197. 2) [[ἕλμινς]], [[σκώληξ]] τῆς γῆς, Ἐπιγράμμ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />sent. dud., quizá [[con el pene erecto]] como sinón. de [[licencioso]], [[vicioso]] en un juego de palabras ἤθελε «δριμὺς» [[ἄγαν]] τὸ πρόσθ' Ἱερώνυμος εἶναι· νῦν δὲ τὸ «δρὶ» ἔχει, «λὸς» δὲ τὸ «μὺς» γέγονεν <i>AP</i> 11.197 (Lucill.), cf. <i>uerpus</i>· δ. <i>Gloss</i>.2.206.
}}
}}