ἄϊρος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(big3_2)
(2)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">1</b> [[miserable Iro]] Ἵρος Ἄϊρος <i>Od</i>.18.73<br /><b class="num">•</b>interpr. por los gram. como [[desgraciado]], [[infortunado]] Ἄϊρος· ἐπὶ κακῷ Ἶρος ὠνομασμένος Apollon.<i>Lex</i>.α 185, cf. Eust.1837.62, [[ἄειρος]]· [[δυστυχής]] Hsch., τὸν λίαν πτωχὸν ... ἄϊρον λέγουσιν Eust.1834.47.<br /><b class="num">2</b> v. [[ἄειρος]].
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">1</b> [[miserable Iro]] Ἵρος Ἄϊρος <i>Od</i>.18.73<br /><b class="num">•</b>interpr. por los gram. como [[desgraciado]], [[infortunado]] Ἄϊρος· ἐπὶ κακῷ Ἶρος ὠνομασμένος Apollon.<i>Lex</i>.α 185, cf. Eust.1837.62, [[ἄειρος]]· [[δυστυχής]] Hsch., τὸν λίαν πτωχὸν ... ἄϊρον λέγουσιν Eust.1834.47.<br /><b class="num">2</b> v. [[ἄειρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄϊρος:''' [ῑ], ὁ, σε Ομήρ. Οδ. Σ. 73 [[Ἶρος]] [[ἄϊρος]], [[Ίρος]] [[δυστυχής]], [[Ίρος]]· — [[λογοπαίγνιο]] στο όνομα του Ίρου, όπως το <i>δῶρα ἄδωρα</i>.
}}
}}

Revision as of 17:33, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἄϊρος: [ῑ], ὁ, Ὀδ. Σ. 73. Ἶρος ἄϊρος, = Ἶρος δυστυχής, Ἶρος, λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, ὅμοιον τῷ δῶρα ἄδωρα, πρβλ. Δύσπαρις, Κακοΐλιος.

French (Bailly abrégé)

Ἶρος : infortuné Iros, litt. Iros qui n’est plus Iros.
Étymologie: ἀ, Ἶρος.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῑ-]
1 miserable Iro Ἵρος Ἄϊρος Od.18.73
interpr. por los gram. como desgraciado, infortunado Ἄϊρος· ἐπὶ κακῷ Ἶρος ὠνομασμένος Apollon.Lex.α 185, cf. Eust.1837.62, ἄειρος· δυστυχής Hsch., τὸν λίαν πτωχὸν ... ἄϊρον λέγουσιν Eust.1834.47.
2 v. ἄειρος.

Greek Monotonic

ἄϊρος: [ῑ], ὁ, σε Ομήρ. Οδ. Σ. 73 Ἶρος ἄϊρος, Ίρος δυστυχής, Ίρος· — λογοπαίγνιο στο όνομα του Ίρου, όπως το δῶρα ἄδωρα.