δεσμολύτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(big3_10) |
(9) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[el que desata los lazos]], [[liberador]] ὁ δ. τοῦ γένους τῶν δεσμίων fig. el redentor de la humanidad encadenada</i> de Cristo <i>Chr.Pat</i>.447, cf. 2235. | |dgtxt=-ου, ὁ [[el que desata los lazos]], [[liberador]] ὁ δ. τοῦ γένους τῶν δεσμίων fig. el redentor de la humanidad encadenada</i> de Cristo <i>Chr.Pat</i>.447, cf. 2235. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δεσμολύτης]], ο (θηλ. -[[λύτις]], η) (Μ)<br />αυτός που λύνει τα [[δεσμά]], που ελευθερώνει. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 550] ὁ, Bandenlöser, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δεσμολύτης: -ου, ὁ, λύων τὰ δεσμά, Χριστ. Πασχ. 2530· δεσμολύτις χάρις αὐτόθι Ϛ. 2568.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ el que desata los lazos, liberador ὁ δ. τοῦ γένους τῶν δεσμίων fig. el redentor de la humanidad encadenada de Cristo Chr.Pat.447, cf. 2235.
Greek Monolingual
δεσμολύτης, ο (θηλ. -λύτις, η) (Μ)
αυτός που λύνει τα δεσμά, που ελευθερώνει.