ἄλλιξ: Difference between revisions

594 bytes added ,  29 September 2017
2
(big3_3)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῐκος, ἡ<br />cierta [[prenda con mangas]] ἄλλικα χρυσείῃσιν ἐεργομένην ἐνετῇσιν Call.<i>Fr</i>.253.11, Euph.156<br /><b class="num">•</b>sujeta con broche o tiras de púrpura, Hsch.α 3170, <i>EM</i> 902, propia de los tesalios <i>EM</i> 902.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. desc. Prob. de aquí viene lat. <i>ālicula</i>.
|dgtxt=-ῐκος, ἡ<br />cierta [[prenda con mangas]] ἄλλικα χρυσείῃσιν ἐεργομένην ἐνετῇσιν Call.<i>Fr</i>.253.11, Euph.156<br /><b class="num">•</b>sujeta con broche o tiras de púrpura, Hsch.α 3170, <i>EM</i> 902, propia de los tesalios <i>EM</i> 902.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. desc. Prob. de aquí viene lat. <i>ālicula</i>.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄλλιξ]] (-ικος), η (Α)<br /><b>1.</b> αντρικό [[πανωφόρι]]<br /><b>2.</b> πορφυρή [[χλαμύδα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πόρπης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά σε θεσσαλικά [[κείμενα]] και σε ποιητές της Ελληνιστικής περιόδου. Το συνώνυμο λατινικό <i>alicula</i> «[[είδος]] χλαίνης» αποτελεί πιθ. [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
}}