ἄλλιξ: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄλλιξ]] (-ικος), η (Α)<br /><b>1.</b> αντρικό [[πανωφόρι]]<br /><b>2.</b> πορφυρή [[χλαμύδα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πόρπης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά σε θεσσαλικά [[κείμενα]] και σε ποιητές της Ελληνιστικής περιόδου. Το συνώνυμο λατινικό <i>alicula</i> «[[είδος]] χλαίνης» αποτελεί πιθ. [[δάνειο]] από την Ελληνική].
|mltxt=[[ἄλλιξ]] (-ικος), η (Α)<br /><b>1.</b> αντρικό [[πανωφόρι]]<br /><b>2.</b> πορφυρή [[χλαμύδα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πόρπης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά σε θεσσαλικά [[κείμενα]] και σε ποιητές της Ελληνιστικής περιόδου. Το συνώνυμο λατινικό <i>alicula</i> «[[είδος]] χλαίνης» αποτελεί πιθ. [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
{{etym
|etymtx=-ικος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">mans upper garment</b> (Euph.), [[χλαμύς]], also [[ἐμπόρπημα]] H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: For the glosses (EM, Suid.) s. DELG. The word would be Thessalian. - Unknown; from here Lat. [[alicula]].<br />See also:
}}
}}