ἀπαράμιλλος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(big3_5)
(5)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[sin rival]] στρατιώτης <i>Tz.Comm</i>.Ar.3.1121.4, cf. Tz.<i>Alleg.Il</i>.41, σύνεσις <i>An.Boiss</i>.1.274.
|dgtxt=-ον<br />[[sin rival]] στρατιώτης <i>Tz.Comm</i>.Ar.3.1121.4, cf. Tz.<i>Alleg.Il</i>.41, σύνεσις <i>An.Boiss</i>.1.274.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀπαράμιλλος]], -η) [[παράμιλλος]]<br />αυτός με τον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να συγκριθεί, [[ασύγκριτος]], [[ανυπέρβλητος]].
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράμιλλος: -ον, (ἅμιλλα) = τῷ προηγ., Εὐστ. Πονημάτια 208. 33. κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
sin rival στρατιώτης Tz.Comm.Ar.3.1121.4, cf. Tz.Alleg.Il.41, σύνεσις An.Boiss.1.274.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀπαράμιλλος, -η) παράμιλλος
αυτός με τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να συγκριθεί, ασύγκριτος, ανυπέρβλητος.