κάποιος

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

Greek Monolingual

κάποια, κάποιο (Μ κάποιος, κάποια, κάποιον και ὁκάποιος, ὁκάποια, ὁκάποιον)
(αόρ. αντωνυμία) έναςκάποιος σέ ζητούσε»)
νεοελλ.
1. λίγος, μικρός («έχει κάποια αξία»)
2. στον πληθ. κάποιοι, -ες, -α
μερικοί, ορισμένοι («κάποιοι έχουν αντίθετη γνώμη»)
3. φρ. α) «νομίζει ότι είναι κάποιος» ή «κάνει τον κάποιο» — έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του
β) «θέλει να γίνει κάποιος» — έχει μεγάλες φιλοδοξίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κά-ποιος (< κἄν + ποῖος) σχηματίστηκε αναλογικά προς το θηλ. κάποια, που κι αυτό είναι προϊόν αναλογίας προς τον τ. καμιά. Ο τ. ὁκάποιος σχηματίστηκε αναλογικά προς άλλες αόρ. αντων. (πρβλ. ὅποιος) επειδή το αρκτικό ο- θεωρήθηκε ότι προσδίδει αοριστολογικό χαρακτήρα. Δεν πρόκειται επομένως για συνεκφορά της αντωνυμίας με το άρθρο , όπως θεωρήθηκε αρχικά, εφόσον το αρκτικό αυτό στοιχείο εμφανίζεται και σε επιρρμ. τύπους, όπως ὁκάπου, ὁκάποτε].