κάποιος
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Greek Monolingual
κάποια, κάποιο (Μ κάποιος, κάποια, κάποιον και ὁκάποιος, ὁκάποια, ὁκάποιον)
(αόρ. αντωνυμία) ένας («κάποιος σέ ζητούσε»)
νεοελλ.
1. λίγος, μικρός («έχει κάποια αξία»)
2. στον πληθ. κάποιοι, -ες, -α
μερικοί, ορισμένοι («κάποιοι έχουν αντίθετη γνώμη»)
3. φρ. α) «νομίζει ότι είναι κάποιος» ή «κάνει τον κάποιο» — έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του
β) «θέλει να γίνει κάποιος» — έχει μεγάλες φιλοδοξίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κά-ποιος (< κἄν + ποῖος) σχηματίστηκε αναλογικά προς το θηλ. κάποια, που κι αυτό είναι προϊόν αναλογίας προς τον τ. καμιά. Ο τ. ὁκάποιος σχηματίστηκε αναλογικά προς άλλες αόρ. αντων. (πρβλ. ὅποιος) επειδή το αρκτικό ο- θεωρήθηκε ότι προσδίδει αοριστολογικό χαρακτήρα. Δεν πρόκειται επομένως για συνεκφορά της αντωνυμίας με το άρθρο ὁ, όπως θεωρήθηκε αρχικά, εφόσον το αρκτικό αυτό στοιχείο εμφανίζεται και σε επιρρμ. τύπους, όπως ὁκάπου, ὁκάποτε].