δευτερόγαμος: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
(big3_11) |
(9) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que ha contraído segundas nupcias]] δευτερόγαμον δὲ οὐκ ἔξεστι δέχεσθαι ἐν αὐτῇ (ἐκκλησίᾳ) εἰς ἱερωσύνην Epiph.Const.<i>Exp.Fid</i>.21, cf. Ath.Scholast.<i>Coll</i>.1.1, Iust.<i>Nou</i>.137.1. | |dgtxt=-ον<br />[[que ha contraído segundas nupcias]] δευτερόγαμον δὲ οὐκ ἔξεστι δέχεσθαι ἐν αὐτῇ (ἐκκλησίᾳ) εἰς ἱερωσύνην Epiph.Const.<i>Exp.Fid</i>.21, cf. Ath.Scholast.<i>Coll</i>.1.1, Iust.<i>Nou</i>.137.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η (Μ [[δευτερόγαμος]] και [[δευτερογάμος]], ο, η)<br /> όποιος παντρεύεται δεύτερη [[φορά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
Spanish (DGE)
-ον
que ha contraído segundas nupcias δευτερόγαμον δὲ οὐκ ἔξεστι δέχεσθαι ἐν αὐτῇ (ἐκκλησίᾳ) εἰς ἱερωσύνην Epiph.Const.Exp.Fid.21, cf. Ath.Scholast.Coll.1.1, Iust.Nou.137.1.
Greek Monolingual
ο, η (Μ δευτερόγαμος και δευτερογάμος, ο, η)
όποιος παντρεύεται δεύτερη φορά.