διασωσμός: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(big3_11)
(9)
 
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[liberación]] σπεύσω διασωσμὸν ἐμοὶ ἀπὸ πνεύματος λαιλαπώδους Aq., Thd.<i>Ps</i>.54.9.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[liberación]] σπεύσω διασωσμὸν ἐμοὶ ἀπὸ πνεύματος λαιλαπώδους Aq., Thd.<i>Ps</i>.54.9.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[διασωσμός]])<br />η [[συντέλεση]] της διάσωσης, [[σωτηρία]].
}}
}}

Latest revision as of 07:04, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

διασωσμός: ὁ, ἡ, διάσωσις, Ἀκύλ. Ψαλμ. νδ΄, 9.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
liberación σπεύσω διασωσμὸν ἐμοὶ ἀπὸ πνεύματος λαιλαπώδους Aq., Thd.Ps.54.9.

Greek Monolingual

ο (Α διασωσμός)
η συντέλεση της διάσωσης, σωτηρία.