συντέλεση
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
Greek Monolingual
η / συντέλεσις, -έσεως, ΝΑ συντελώ
1. αποπεράτωση («συντέλεσις τοῦ ναοῦ», επιγρ.)
2. τερματισμός
νεοελλ.
πραγματοποίηση.