συντέλεση
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
Greek Monolingual
η / συντέλεσις, -έσεως, ΝΑ συντελώ
1. αποπεράτωση («συντέλεσις τοῦ ναοῦ», επιγρ.)
2. τερματισμός
νεοελλ.
πραγματοποίηση.