διευθυντής: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(big3_11)
 
(9)
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[calculador]] ψήφων Vett.Val.42.2, cf. 407.16.
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[calculador]] ψήφων Vett.Val.42.2, cf. 407.16.
}}
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. διευθύντρια, η) [[διευθύνω]]<br /><b>1.</b> [[προϊστάμενος]] υπηρεσίας, επιχειρήσεως ή ιδρύματος<br /><b>2.</b> [[ανώτατος]] [[βαθμός]] της ιεραρχίας τών δημόσιων υπαλλήλων.
}}
}}

Latest revision as of 07:04, 29 September 2017

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ calculador ψήφων Vett.Val.42.2, cf. 407.16.

Greek Monolingual

ο (θηλ. διευθύντρια, η) διευθύνω
1. προϊστάμενος υπηρεσίας, επιχειρήσεως ή ιδρύματος
2. ανώτατος βαθμός της ιεραρχίας τών δημόσιων υπαλλήλων.