διευθυντής

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ calculador ψήφων Vett.Val.42.2, cf. 407.16.

Greek Monolingual

ο (θηλ. διευθύντρια, η) διευθύνω
1. προϊστάμενος υπηρεσίας, επιχειρήσεως ή ιδρύματος
2. ανώτατος βαθμός της ιεραρχίας τών δημόσιων υπαλλήλων.