διευθυντής

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ calculador ψήφων Vett.Val.42.2, cf. 407.16.

Greek Monolingual

ο (θηλ. διευθύντρια, η) διευθύνω
1. προϊστάμενος υπηρεσίας, επιχειρήσεως ή ιδρύματος
2. ανώτατος βαθμός της ιεραρχίας τών δημόσιων υπαλλήλων.