δοξολογικός: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(big3_12)
 
(9)
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[glorificador]], [[que exalta]] ἡ δοξολογική τε καὶ εὐχάριστος φωνή Gr.Nyss.<i>Pss</i>.65.11, cf. Zonar.s.u. Σεραφείμ.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[glorificador]], [[que exalta]] ἡ δοξολογική τε καὶ εὐχάριστος φωνή Gr.Nyss.<i>Pss</i>.65.11, cf. Zonar.s.u. Σεραφείμ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δοξολογικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στη [[δοξολογία]].
}}
}}

Latest revision as of 07:05, 29 September 2017

Spanish (DGE)

-ή, -όν
glorificador, que exalta ἡ δοξολογική τε καὶ εὐχάριστος φωνή Gr.Nyss.Pss.65.11, cf. Zonar.s.u. Σεραφείμ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δοξολογικός, -ή, -όν)
αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στη δοξολογία.