ἐκμαλάσσω: Difference between revisions

10
(big3_13)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἐκμᾰλάσσω) <b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>medic. [[reblandecer]], [[ablandar]], [[molificar]] γλώσσης δὲ τραχύτητας ἐκμαλάσσει ἡδύοσμον Dsc.<i>Eup</i>.2.17, οἱ δὲ ὄλυνθοι ... καταπλασθέντες πᾶσαν συστροφὴν καὶ χοιράδας ἐκμαλάσσουσιν Dsc.1.128.5, cf. 3.136.2, Orib.<i>Ec</i>.75.3, <i>Gp</i>.12.15.2, en v. pas. τὸ ῥᾳδίως ἐκμαλάττεσθαι τὰ κῶλα Gal.6.160, (τὰ γαγγλία) ἃ ... κηρώμασιν ἐκμαλασσόμενα καθίσταται Gal.14.786.<br /><b class="num">2</b> gener. [[ablandar]], [[fundir]] en v. pas. ὁ σίδηρος Gr.Nyss.<i>Infant</i>.95.13.<br /><b class="num">II</b> fig. y sent. moral<br /><b class="num">1</b> [[aliviar]], [[calmar]], [[amansar]] τὴν ὀργήν I.<i>AI</i> 2.159, ὅταν ... ἐκμαλάσσωμεν τοῖς λόγοις ... τοὺς ἀκροατάς Hdn.<i>Fig</i>.33, cf. Gr.Naz.M.37.841A, Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.55.22, Anon.Arian.<i>Virg</i>.61, τὸ τραχὺ κριτήριον ἐκμαλάσσει πρὸς ἀγαθότητα mitiga la severa sentencia haciéndola benigna</i> Ast.Am.<i>Hom</i>.3.2.1, οἷον ἐλαίῳ ἐκμαλάσσων ταῖς παραινέσεσι Gr.Nyss.M.46.313A, en v. pas. ἡ πόλις δὲ ... εὐθὺς ἐκμαλάσσεται, ὥσπερ σίδηρος ἐμπύροις κινήμασι Gr.Naz.M.37.1131A.<br /><b class="num">2</b> [[debilitar]], [[enervar]] τὰ σώματα ἀνίησιν ἡ ἡδονή, καθ' ἡμέραν ἐκμαλάττουσα ταῖς τρυφαῖς Plu.<i>Fr</i>.116, τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων Basil.M.30.821A.
|dgtxt=(ἐκμᾰλάσσω) <b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>medic. [[reblandecer]], [[ablandar]], [[molificar]] γλώσσης δὲ τραχύτητας ἐκμαλάσσει ἡδύοσμον Dsc.<i>Eup</i>.2.17, οἱ δὲ ὄλυνθοι ... καταπλασθέντες πᾶσαν συστροφὴν καὶ χοιράδας ἐκμαλάσσουσιν Dsc.1.128.5, cf. 3.136.2, Orib.<i>Ec</i>.75.3, <i>Gp</i>.12.15.2, en v. pas. τὸ ῥᾳδίως ἐκμαλάττεσθαι τὰ κῶλα Gal.6.160, (τὰ γαγγλία) ἃ ... κηρώμασιν ἐκμαλασσόμενα καθίσταται Gal.14.786.<br /><b class="num">2</b> gener. [[ablandar]], [[fundir]] en v. pas. ὁ σίδηρος Gr.Nyss.<i>Infant</i>.95.13.<br /><b class="num">II</b> fig. y sent. moral<br /><b class="num">1</b> [[aliviar]], [[calmar]], [[amansar]] τὴν ὀργήν I.<i>AI</i> 2.159, ὅταν ... ἐκμαλάσσωμεν τοῖς λόγοις ... τοὺς ἀκροατάς Hdn.<i>Fig</i>.33, cf. Gr.Naz.M.37.841A, Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.55.22, Anon.Arian.<i>Virg</i>.61, τὸ τραχὺ κριτήριον ἐκμαλάσσει πρὸς ἀγαθότητα mitiga la severa sentencia haciéndola benigna</i> Ast.Am.<i>Hom</i>.3.2.1, οἷον ἐλαίῳ ἐκμαλάσσων ταῖς παραινέσεσι Gr.Nyss.M.46.313A, en v. pas. ἡ πόλις δὲ ... εὐθὺς ἐκμαλάσσεται, ὥσπερ σίδηρος ἐμπύροις κινήμασι Gr.Naz.M.37.1131A.<br /><b class="num">2</b> [[debilitar]], [[enervar]] τὰ σώματα ἀνίησιν ἡ ἡδονή, καθ' ἡμέραν ἐκμαλάττουσα ταῖς τρυφαῖς Plu.<i>Fr</i>.116, τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων Basil.M.30.821A.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐκμαλάσσω]] και αττ. τ. ἐκμαλάττω (Α)<br /><b>1.</b> [[μαλάσσω]] καλά, [[μαλακώνω]] και [[καθιστώ]] απαλό [[κάτι]] τρίβοντάς το με τα χέρια<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] κάποιον μαλθακό<br /><b>3.</b> [[κατευνάζω]], [[ηρεμώ]].
}}
}}