ἐκμαλάσσω

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμᾰλάσσω Medium diacritics: ἐκμαλάσσω Low diacritics: εκμαλάσσω Capitals: ΕΚΜΑΛΑΣΣΩ
Transliteration A: ekmalássō Transliteration B: ekmalassō Transliteration C: ekmalasso Beta Code: e)kmala/ssw

English (LSJ)

Att. ἐκμαλάττω, relax, weaken, τὰ σώματα Plu.Fr.20.1; soften, mollify, τραχύτητας γλώσσης Dsc.Eup.2.17: metaph., ὀργήν τινος J.AJ2.6.8.

Spanish (DGE)

(ἐκμᾰλάσσω) • Alolema(s): át. -ττω
I 1medic. reblandecer, ablandar, molificar γλώσσης δὲ τραχύτητας ἐκμαλάσσει ἡδύοσμον Dsc.Eup.2.17, οἱ δὲ ὄλυνθοι ... καταπλασθέντες πᾶσαν συστροφὴν καὶ χοιράδας ἐκμαλάσσουσιν Dsc.1.128.5, cf. 3.136.2, Orib.Ec.75.3, Gp.12.15.2, en v. pas. τὸ ῥᾳδίως ἐκμαλάττεσθαι τὰ κῶλα Gal.6.160, (τὰ γαγγλία) ἃ ... κηρώμασιν ἐκμαλασσόμενα καθίσταται Gal.14.786.
2 gener. ablandar, fundir en v. pas. ὁ σίδηρος Gr.Nyss.Infant.95.13.
II fig. y sent. moral
1 aliviar, calmar, amansar τὴν ὀργήν I.AI 2.159, ὅταν ... ἐκμαλάσσωμεν τοῖς λόγοις ... τοὺς ἀκροατάς Hdn.Fig.33, cf. Gr.Naz.M.37.841A, Gr.Nyss.V.Mos.55.22, Anon.Arian.Virg.61, τὸ τραχὺ κριτήριον ἐκμαλάσσει πρὸς ἀγαθότητα mitiga la severa sentencia haciéndola benigna Ast.Am.Hom.3.2.1, οἷον ἐλαίῳ ἐκμαλάσσων ταῖς παραινέσεσι Gr.Nyss.M.46.313A, en v. pas. ἡ πόλις δὲ ... εὐθὺς ἐκμαλάσσεται, ὥσπερ σίδηρος ἐμπύροις κινήμασι Gr.Naz.M.37.1131A.
2 debilitar, enervar τὰ σώματα ἀνίησιν ἡ ἡδονή, καθ' ἡμέραν ἐκμαλάττουσα ταῖς τρυφαῖς Plu.Fr.116, τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων Basil.M.30.821A.

German (Pape)

[Seite 768] erweichen; ὀργήν Ios.; übh. = verweichlichen, τὰ σώματα, Plut. Stob. flor. 6, 42.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμᾰλάσσω: атт. ἐκμαλάττω досл. размягчать, перен. изнеживать (σώματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμᾰλάσσω: Ἀττ. -ττω, μαλακύνω, μαλάσσω καλῶς, Πλούτ. παρὰ Στοβ. 81. 5.

Greek Monolingual

ἐκμαλάσσω και αττ. τ. ἐκμαλάττω (Α)
1. μαλάσσω καλά, μαλακώνω και καθιστώ απαλό κάτι τρίβοντάς το με τα χέρια
2. καθιστώ κάποιον μαλθακό
3. κατευνάζω, ηρεμώ.