Anonymous

ἐκστρατεύω: Difference between revisions

From LSJ
11
(big3_14b)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[partir en expedición militar]], [[salir en campaña]] ἐξεστράτευσαν ... πανδημεῖ ἐς Λεῦκτρα Th.5.54, ἐξεστράτευσεν ὡς δουλωσόμενος τὴν Ἑλλάδα X.<i>Ages</i>.7.7, εἰς τὴν Ἀσίαν μετὰ δυνάμεως πεζικῶν καὶ ἱππικῶν <i>IAxoum</i> 276.8 (Adulis III a.C.), cf. Plb.5.43.6, κατὰ τῶν Πάρθων D.C.75.9.1, ἀπὸ Κυρήνης Polyaen.2.28.1<br /><b class="num">•</b>fig. de anim. ἡ ἀκρὶς ... ἐκστρατεύει la langosta ... sale de campaña</i> ref. a sus plagas, LXX <i>Pr</i>.30.27<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. οἱ δὲ Βαβυλώνιοι ἐκστρατευσάμενοι ἔμενον αὐτόν Hdt.1.190, ἐς Ἴρασα Hdt.4.159, Λακεδαιμονίων ἐκστρατευομένων Th.2.12, cf. 5.55, And.<i>Myst</i>.45.<br /><b class="num">2</b> en part. perf. med. subst. οἱ ἐξεστρατευμένοι los veteranos</i> App.<i>BC</i> 3.6<br /><b class="num">•</b>tb. en aor. ἐκστρατευσάμενος [[licenciado]], [[veterano]], <i>IGPA</i> 70.9 (imper.).<br /><b class="num">II</b> tr., fact. [[hacer marchar en expedición]] ὁ γὰρ [[Ἀγαμέμνων]] ἀπόρως ἔχει ἐκστρατεῦσαι τοὺς Ἕλληνας pues Agamenón es incapaz de hacer marchar a los griegos en expedición</i> D.H.<i>Rh</i>.9.5, cf. 6.
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[partir en expedición militar]], [[salir en campaña]] ἐξεστράτευσαν ... πανδημεῖ ἐς Λεῦκτρα Th.5.54, ἐξεστράτευσεν ὡς δουλωσόμενος τὴν Ἑλλάδα X.<i>Ages</i>.7.7, εἰς τὴν Ἀσίαν μετὰ δυνάμεως πεζικῶν καὶ ἱππικῶν <i>IAxoum</i> 276.8 (Adulis III a.C.), cf. Plb.5.43.6, κατὰ τῶν Πάρθων D.C.75.9.1, ἀπὸ Κυρήνης Polyaen.2.28.1<br /><b class="num">•</b>fig. de anim. ἡ ἀκρὶς ... ἐκστρατεύει la langosta ... sale de campaña</i> ref. a sus plagas, LXX <i>Pr</i>.30.27<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. οἱ δὲ Βαβυλώνιοι ἐκστρατευσάμενοι ἔμενον αὐτόν Hdt.1.190, ἐς Ἴρασα Hdt.4.159, Λακεδαιμονίων ἐκστρατευομένων Th.2.12, cf. 5.55, And.<i>Myst</i>.45.<br /><b class="num">2</b> en part. perf. med. subst. οἱ ἐξεστρατευμένοι los veteranos</i> App.<i>BC</i> 3.6<br /><b class="num">•</b>tb. en aor. ἐκστρατευσάμενος [[licenciado]], [[veterano]], <i>IGPA</i> 70.9 (imper.).<br /><b class="num">II</b> tr., fact. [[hacer marchar en expedición]] ὁ γὰρ [[Ἀγαμέμνων]] ἀπόρως ἔχει ἐκστρατεῦσαι τοὺς Ἕλληνας pues Agamenón es incapaz de hacer marchar a los griegos en expedición</i> D.H.<i>Rh</i>.9.5, cf. 6.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐκστρατεύω]])<br />[[κάνω]] [[εκστρατεία]], [[ξεκινώ]] με στρατό για πόλεμο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιδιώκω]] [[μαζί]] με άλλους την [[επιτυχία]] ενός κοινωφελούς σκοπού, [[ξεσπαθώνω]], [[κάνω]] [[σταυροφορία]] («[[εκστρατεύω]] [[κατά]] τών ναρκωτικών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (μτβ. με αιτ.) [[οδηγώ]] κάποιον σε [[εκστρατεία]], τον [[κάνω]] να εκστρατεύσει<br /><b>2.</b> (μέσ., -ομαι)<br />[[ξεκινώ]] για πόλεμο<br /><b>3.</b> (στον παθ. παρακμ.) [[είμαι]] ή βρίσκομαι σε [[εκστρατεία]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ ἐξεστρατευμένοι</i><br />οι απόμαχοι.
}}
}}