Anonymous

ἐκστρατεύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐκστρατεύω]])<br />[[κάνω]] [[εκστρατεία]], [[ξεκινώ]] με στρατό για πόλεμο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιδιώκω]] [[μαζί]] με άλλους την [[επιτυχία]] ενός κοινωφελούς σκοπού, [[ξεσπαθώνω]], [[κάνω]] [[σταυροφορία]] («[[εκστρατεύω]] [[κατά]] τών ναρκωτικών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (μτβ. με αιτ.) [[οδηγώ]] κάποιον σε [[εκστρατεία]], τον [[κάνω]] να εκστρατεύσει<br /><b>2.</b> (μέσ., -ομαι)<br />[[ξεκινώ]] για πόλεμο<br /><b>3.</b> (στον παθ. παρακμ.) [[είμαι]] ή βρίσκομαι σε [[εκστρατεία]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ ἐξεστρατευμένοι</i><br />οι απόμαχοι.
|mltxt=(AM [[ἐκστρατεύω]])<br />[[κάνω]] [[εκστρατεία]], [[ξεκινώ]] με στρατό για πόλεμο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιδιώκω]] [[μαζί]] με άλλους την [[επιτυχία]] ενός κοινωφελούς σκοπού, [[ξεσπαθώνω]], [[κάνω]] [[σταυροφορία]] («[[εκστρατεύω]] [[κατά]] τών ναρκωτικών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (μτβ. με αιτ.) [[οδηγώ]] κάποιον σε [[εκστρατεία]], τον [[κάνω]] να εκστρατεύσει<br /><b>2.</b> (μέσ., -ομαι)<br />[[ξεκινώ]] για πόλεμο<br /><b>3.</b> (στον παθ. παρακμ.) [[είμαι]] ή βρίσκομαι σε [[εκστρατεία]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ ἐξεστρατευμένοι</i><br />οι απόμαχοι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκστρᾰτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εξέρχομαι]] σε πόλεμο μαζί με στρατό, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> στη Μέσ. απόλ., [[αρχίζω]] εχθροπραξίες, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> έχω ολοκληρώσει την [[επιχείρηση]], στον ίδ.
}}
}}