accesible: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(1)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[βαδιστός]], [[ἀναβάσιμος]], [[βατός]], [[εἰσιτητός]], [[εἰσιτητέος]], [[διαπεράσιμος]], [[βάσιμος]], [[εἴσβατος]], [[ἐνδέχομαι]], [[ἀνυστός]], [[ἐγχειρής]], [[ἀναβατός]], [[διοδευτός]], [[ἐμβατός]]
|sltx=[[βαδιστός]], [[ἀναβάσιμος]], [[βατός]], [[εἰσιτητός]], [[εἰσιτητέος]], [[διαπεράσιμος]], [[βάσιμος]], [[εἴσβατος]], [[ἐνδεχόμενος]], [[ἀνυστός]], [[ἐγχειρής]], [[ἀναβατός]], [[διοδευτός]], [[ἐμβατός]]
}}
}}

Latest revision as of 08:32, 20 September 2024