βαδιστός Search Google

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαδιστός Medium diacritics: βαδιστός Low diacritics: βαδιστός Capitals: ΒΑΔΙΣΤΟΣ
Transliteration A: badistós Transliteration B: badistos Transliteration C: vadistos Beta Code: badisto/s

English (LSJ)

βαδιστή, βαδιστόν, that can be passed on foot, Arr.Ind.43.10:—but βάδιστοι· βαδύτατοι, Hsch. (i.e. ἡδ-).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
accesible de lugares εἴπερ πλωτά τε ἦν καὶ βαδιστά Arr.Ind.43.10, ἵπποις πεδιάδα βαδιστήν Sch.Pi.P.5.123.

German (Pape)

[Seite 423] zu gehen, gangbar, Arr. Ind. 43.

Greek (Liddell-Scott)

βαδιστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις πεζῇ νὰ διέλθῃ, ἐν ᾧ δύναταί τις νὰ βαδίσῃ, Ἀρρ. Ἰνδ. 43.

Greek Monolingual

βαδιστός, -ή, -όν (Α) βαδίζω
(για ποταμό) εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να διαβεί με τα πόδια (χωρίς σχεδίες).