3,274,919
edits
(strοng) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=or prolonged paristano from [[παρά]] and [[ἵστημι]]; to [[stand]] [[beside]], i.e. (transitively) to [[exhibit]], [[proffer]], ([[specially]]), [[recommend]], ([[figuratively]]) [[substantiate]]; or (intransitively) to be at [[hand]] (or [[ready]]), [[aid]]: [[assist]], [[bring]] [[before]], [[command]], [[commend]], [[give]] [[presently]], [[present]], [[prove]], [[provide]], [[shew]], [[stand]] ([[before]], by, [[here]], up, [[with]]), [[yield]]. | |strgr=or prolonged paristano from [[παρά]] and [[ἵστημι]]; to [[stand]] [[beside]], i.e. (transitively) to [[exhibit]], [[proffer]], ([[specially]]), [[recommend]], ([[figuratively]]) [[substantiate]]; or (intransitively) to be at [[hand]] (or [[ready]]), [[aid]]: [[assist]], [[bring]] [[before]], [[command]], [[commend]], [[give]] [[presently]], [[present]], [[prove]], [[provide]], [[shew]], [[stand]] ([[before]], by, [[here]], up, [[with]]), [[yield]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρίστημι:''' μτβ. σε ενεστ., παρατ., μέλ. και αόρ. αʹ·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> κάνω [[κάτι]] να σταθεί ή το [[τοποθετώ]] δίπλα, [[βάζω]] δίπλα, [[παραθέτω]], σε Πολύβ.· <i>παραστήσας τὰ ὅπλα</i>, παρέταξε, έστησε τα όπλα [[μπροστά]], σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τοποθετώ]] στο [[μυαλό]] μου, [[παρουσιάζω]], [[παρέχω]], [[φέρνω]] [[κάτι]] στο [[μυαλό]] μου, με απαρ., στον ίδ.· <i>παρίστημί τινι θαρρεῖν</i>, [[δίνω]] [[αυτοπεποίθηση]] σε κάποιον, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[φανερώνω]], [[αποδεικνύω]], [[παρουσιάζω]], σε Λυσ., Κ.Δ.<br /><b class="num">III.</b> [[τοποθετώ]] πλάι-πλάι, [[συγκρίνω]], [[παραλληλίζω]], σε Ισοκρ. <b>Β.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. αμτβ.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέκομαι]] δίπλα, [[πλησίον]] ή κοντά, σε Όμηρ.· ομοίως μτχ. Παθ. αορ. αʹ <i>παρασταθείς</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[στέκομαι]] στο πλάι, δηλ. [[βοηθώ]] ή υπερασπίζομαι, <i>τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">II. 1.</b> σε παρελθοντικούς χρόνους, έχω έρθει, είμαι [[διαθέσιμος]], είμαι εδώ, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για γεγονότα, είμαι [[κοντινός]], [[πρόχειρος]], σε Όμηρ.· μτχ. παρακ., Λατ. [[praesens]], τὸ [[χρῶμα]] τὸ παρεστηκός, σε Αριστοφ.· επίσης Αττ. [[παρεστώς]], <i>-ῶσα</i>, <i>-ός</i>, σε Τραγ.· <i>τὰ παρεστῶτα</i>, οι παρούσες καταστάσεις ή συνθήκες, σε Αισχύλ.· <i>πρὸςτὸ παρεστός</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[παίρνω]] το [[μέρος]] του άλλου, συμμερίζομμαι τη [[γνώμη]] του, σε Ηρόδ.· απόλ., [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]], παραδίδομαι, υποτάσσομαι, στον ίδ., Δημ.<br /><b class="num">IV.</b>[[συμβαίνω]] σε κάποιον, σε Ηρόδ.· [[έρχομαι]] στο [[μυαλό]], στο νου, συλλαμβάνομαι, [[συμβαίνω]], εμφανίζομαι, [[δόξα]] μοι παρεστάθη, σε Σοφ.· απρόσ., <i>παρίσταταί μοι</i>, μου περνά απ' το [[μυαλό]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">V.</b> απόλ., παρεστηκός = [[παρόν]], [[τότε]] που ήταν στο [[χέρι]] τους, [[τότε]] που παρουσιάστηκε η [[ευκαιρία]], σε Θουκ. <b>Γ.</b> Μερικοί χρόνοι της Μέσ., [[ιδίως]] μέλ. και αόρ. αʹ χρησιμ. με μτβ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">I.</b> [[φέρνω]] [[μπροστά]], [[παρουσιάζω]], σε Ξεν.· [[ιδίως]] σε [[αίθουσα]] δικαστηρίου, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[φέρνω]] προς το [[μέρος]] κάποιου, και ομοίως,<br /><b class="num">1.</b> [[φέρνω]] προς το [[μέρος]] μου δια της βίας, [[εξαναγκάζω]] σε συμβιβασμό, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[κερδίζω]] με [[ευγένεια]], [[προσελκύω]] με [[εξυπνάδα]], σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[διαθέτω]] κάποιον για τις δικές μου πεποιθήσεις ή σκοπούς, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |