ψιλικό: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[χρήμα]] μικρής αξίας<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα [[ψιλικά]]<br />είδη μικρεμπορίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του αρχ. [[ψιλικός]]].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[χρήμα]] μικρής αξίας<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> τα [[ψιλικά]]<br />είδη μικρεμπορίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του αρχ. [[ψιλικός]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 14 January 2019

Greek Monolingual

το, Ν
1. χρήμα μικρής αξίας
2. στον πληθ. τα ψιλικά
είδη μικρεμπορίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του αρχ. ψιλικός].