ἀκαταδίκαστος: Difference between revisions

2
(big3_2)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no condenado]], [[no juzgado]], [[ἀναμάρτητος]] καὶ ἀ. Ath.Al.M.26.1105A, 1117C, <i>indemnatus</i>, <i>Gloss</i>.2.222.
|dgtxt=-ον<br />[[no condenado]], [[no juzgado]], [[ἀναμάρτητος]] καὶ ἀ. Ath.Al.M.26.1105A, 1117C, <i>indemnatus</i>, <i>Gloss</i>.2.222.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀκαταδίκαστος]], -ον) [[καταδικάζω]]<br />αυτός που δεν έχει καταδικαστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορούν να τον καταδικάσουν<br />«οι παράφρονες [[είναι]] ακαταδίκαστοι»<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορούν να τον κατακρίνουν, ο [[άμεμπτος]]<br />«... ακαταδίκαστο [[κορμί]] πώς εκαταδικάστεις;».
}}
}}