ἀκαταδίκαστος
English (LSJ)
ἀκαταδίκαστον, not condemned, not tried, Lat. indemnatus, Glossaria.
Spanish (DGE)
-ον
no condenado, no juzgado, ἀναμάρτητος καὶ ἀκαταδίκαστος Ath.Al.M.26.1105A, 1117C, indemnatus, Gloss.2.222.
German (Pape)
nicht verurteilt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταδίκαστος: -ον, ὁ μὴ καταδικασθείς, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀκαταδίκαστος, -ον) καταδικάζω
αυτός που δεν έχει καταδικαστεί
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μπορούν να τον καταδικάσουν
«οι παράφρονες είναι ακαταδίκαστοι»
2. εκείνος που δεν μπορούν να τον κατακρίνουν, ο άμεμπτος
«... ακαταδίκαστο κορμί πώς εκαταδικάστεις;».