ἀσαγήνευτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(big3_7)
(6)
 
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[no cogido con red]] ἄγρα Nil.M.79.952D.
|dgtxt=-ον [[no cogido con red]] ἄγρα Nil.M.79.952D.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσαγήνευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να σαγηνευθεί, να πιαστεί σε [[δίχτυ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ασυγκίνητος]]<br /><b>2.</b> ο [[αδελέαστος]].
}}
}}

Latest revision as of 06:21, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 368] nicht im Netze zu fangen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσᾰγήνευτος: -ον, ὁ μὴ σαγηνευθείς, Κύριλλ. εἰς Ἰω. 21, σ. 1115.

Spanish (DGE)

-ον no cogido con red ἄγρα Nil.M.79.952D.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσαγήνευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σαγηνευθεί, να πιαστεί σε δίχτυ
νεοελλ.
1. ο ασυγκίνητος
2. ο αδελέαστος.