ἀνδραποδίζω: Difference between revisions

4
(big3_4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [fut. act. -ιῶ X.<i>HG</i> 2.2.20, med.-pas. ἀνδραποδιεῖται Hdt.6.17; aor. ind. ἠνδραπόδισα Hdt.1.151, Th.1.98, inf. ἀνδραποδίξασθαι <i>Dialex</i>.3.5]<br /><b class="num">1</b> en contextos militares [[vender como esclavo]] al pueblo conquistado Ἀρίσβαν ἠνδραπόδισαν Μηθυμναῖοι Hdt.1.151, Σκῦρον ... ἠνδραπόδισαν Th.1.98, ποιοῦνται ... ὁμολογίαν ... Πάχητα μήτε δῆσαι Μυτιληναίων μηδένα μηδὲ ἀνδραποδίσαι μήτε ἀποκτεῖναι Th.3.28, παῖδας καὶ γυναῖκας ἀνδραποδίσαι Th.3.36, τὴν πόλιν Th.6.62, περὶ τρισμυρίους ἀνθρώπους I.<i>AI</i> 14.120, cf. en v. pas. Hdt.6.106, 119, 8.29, <i>Dialex</i>.3.5, D.3.20, 19.325, X.<i>HG</i> 1.6.14, 2.2.14, Lys.2.57, I.<i>BI</i> 1.28, 180, D.C.75.12.2<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. εἷλε μὲν Πτεριῶν τὴν πόλιν καὶ ἠνδραποδίσατο Hdt.1.76, cf. Th.4.48, And.3.21, Arist.<i>Rh</i>.1396<sup>a</sup>19, μετὰ βίας Plb.15.4.2, fig. en v. pas. ὁ νοῦς ἠνδραπόδισται μηδενὶ προσέχων νοητῷ Ph.1.79.<br /><b class="num">2</b> en gener. en v. med. [[reducir a la esclavitud]], [[vender como esclavo]] a individuos libres ἐμέ Pl.<i>Grg</i>.508e, cf. Isoc.17.49, X.<i>Mem</i>.4.2.14, <i>Smp</i>.4.36, en v. act. Arist.<i>Fr</i>.76.<br /><b class="num">3</b> [[robar un esclavo]], <i>PStras</i>.296.6.<br /><b class="num">4</b> fig. [[apartar]], [[enajenar]] ἀπὸ τοῦ φρονεῖν τοὺς νέους Alciphr.2.38.3.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [fut. act. -ιῶ X.<i>HG</i> 2.2.20, med.-pas. ἀνδραποδιεῖται Hdt.6.17; aor. ind. ἠνδραπόδισα Hdt.1.151, Th.1.98, inf. ἀνδραποδίξασθαι <i>Dialex</i>.3.5]<br /><b class="num">1</b> en contextos militares [[vender como esclavo]] al pueblo conquistado Ἀρίσβαν ἠνδραπόδισαν Μηθυμναῖοι Hdt.1.151, Σκῦρον ... ἠνδραπόδισαν Th.1.98, ποιοῦνται ... ὁμολογίαν ... Πάχητα μήτε δῆσαι Μυτιληναίων μηδένα μηδὲ ἀνδραποδίσαι μήτε ἀποκτεῖναι Th.3.28, παῖδας καὶ γυναῖκας ἀνδραποδίσαι Th.3.36, τὴν πόλιν Th.6.62, περὶ τρισμυρίους ἀνθρώπους I.<i>AI</i> 14.120, cf. en v. pas. Hdt.6.106, 119, 8.29, <i>Dialex</i>.3.5, D.3.20, 19.325, X.<i>HG</i> 1.6.14, 2.2.14, Lys.2.57, I.<i>BI</i> 1.28, 180, D.C.75.12.2<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. εἷλε μὲν Πτεριῶν τὴν πόλιν καὶ ἠνδραποδίσατο Hdt.1.76, cf. Th.4.48, And.3.21, Arist.<i>Rh</i>.1396<sup>a</sup>19, μετὰ βίας Plb.15.4.2, fig. en v. pas. ὁ νοῦς ἠνδραπόδισται μηδενὶ προσέχων νοητῷ Ph.1.79.<br /><b class="num">2</b> en gener. en v. med. [[reducir a la esclavitud]], [[vender como esclavo]] a individuos libres ἐμέ Pl.<i>Grg</i>.508e, cf. Isoc.17.49, X.<i>Mem</i>.4.2.14, <i>Smp</i>.4.36, en v. act. Arist.<i>Fr</i>.76.<br /><b class="num">3</b> [[robar un esclavo]], <i>PStras</i>.296.6.<br /><b class="num">4</b> fig. [[apartar]], [[enajenar]] ἀπὸ τοῦ φρονεῖν τοὺς νέους Alciphr.2.38.3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνδραποδίζω]] (Α)<br />(ενεργ, και μέσ.)<br /><b>1.</b> [[υποδουλώνω]], [[απάγω]] άνθρωπο ελεύθερο και τον [[πουλώ]] ως δούλο<br /><b>2.</b> (για ιδιώτη) [[ασκώ]] το [[επάγγελμα]] του δουλεμπόρου, [[εμπορεύομαι]] δούλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανδράποδον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ανδραποδισμός]], [[ανδραποδιστής]], [[ανδραποδιστικός]]].
}}
}}